τρηπόνημα

τρηπόνημα
το, Ν
βλ. τρεπόνημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρεπόνημα — και τρηπόνημα, το, Ν (παρασιτ.) γένος σπειροειδών μικροβίων τής τάξης τών σπειροχαιτών το οποίο προκαλεί τρεπονηματώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. treponema (< τρέπω + νήμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”